ὁπλίτῃ

ὁπλίτῃ
ὁπλί̱τῃ , ὁπλίτης
heavy-armed
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • επίζηλος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος Μαραθωνομάχος. Ήταν γιος του Κουφαγόρου, τον οποίο οι Αθηναίοι ζωγράφοι απαθανάτισαν, μαζί με άλλους ήρωες, στην Ποικίλη Στοά. Ο Ε. τυφλώθηκε στη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) χωρίς να χτυπηθεί και, όπως διηγείται ο… …   Dictionary of Greek

  • μαραθώνιος — Βλ. λ. αθλητισμός (αγωνίσματα). * * * α, ο (AM μαραθώνιος, ία, ον) [Μαραθώνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μαραθώνα ή προέρχεται από τον Μαραθώνα II νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Μαραθώνιος, η Μαραθώνια ο κάτοικος τού… …   Dictionary of Greek

  • οπισθότρωτος — ὀπισθότρωτος, ον (Μ) (για οπλίτη) αυτός που τραυματίστηκε στα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + τρωτός] …   Dictionary of Greek

  • οπλιστής — ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) [οπλίζω] 1. πολεμιστής 2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει β) αυτός που αποτελείται από όπλα 3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» η σκευή οπλίτη, η πανοπλία …   Dictionary of Greek

  • οπλιτικός — ή, ό (Α ὁπλιτικός, ή, όν) [οπλίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική η τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται… …   Dictionary of Greek

  • προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… …   Dictionary of Greek

  • προσκόλληση — η / προσκόλλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκολλῶ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκολλώ, συγκόλληση ή επικόλληση δύο τμημάτων με κολλώδη ουσία νεοελλ. 1. στρ. η προσωρινή τοποθέτηση βαθμοφόρου ή οπλίτη σε μια μονάδα για εκτέλεση υπηρεσίας ή για… …   Dictionary of Greek

  • τυφέκιο — και τυφέκι και τουφέκι και ντουφέκι, το, Ν φορητό οπισθογεμές πυροβόλο όπλο, που αποτελεί τον βασικό οπλισμό τού οπλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tufek. Ο τ. τυφέκι οφείλεται σε υπεραστισμό (πρβλ. βόμβα: μπόμπα). Ο τ. τυφέκιον μαρτυρείται από το 1834 …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”